- ουλοποιός
- οὐλοποιός, -όν (Α)(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οὐλοποιάοι προετοιμασίες για να κάνει κάποιος τα μαλλιά κατσαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐλοποιά — οὐλοποιός preparations to make the hair curl neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοποιῶν — οὐλοποιός preparations to make the hair curl masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek